υπερίδρυσις

υπερίδρυσις
-ύσεως, ἡ, Α [ὑπεριδρύω]
εκκλ. μυστική ίδρυση («καλοῡσι τὰς ἑνώσεις τὰς θείας κρυφίας καὶ ἀνεκφοιτήτους ὑπεριδρύσεις», Διον. Αρεοπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”